«Ο χορός του Θησέα (Τσακώνικος ή Αγέρανος)»
Σύμφωνα με τους μυθολογικούς θρύλους της Ελλάδας υπάρχουν πλήθος αναφορών για παράξενα όντα στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων που έδωσαν την αφορμή για χορό και τραγούδι, εκφράζοντας έτσι τα παράδοξα γεγονότα σε κάθε εποχή.
Μια τέτοια μορφή ήταν ο Μινώταυρος της Κρήτης, του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα όρια του νησιού. Είχε κεφαλή ταύρου, σώμα ανθρώπου, τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και ζούσε σε έναν τεράστιο, πολύπλοκο λαβύρινθο, που ήταν ακατόρθωτο να ξεφύγει κάποιος αν φυλακιζόταν εκεί.
Ο βασιλιάς Μίνωας επέβαλε κάθε χρόνο σε όλες τις υπόδουλες πόλεις – κράτη φόρο, την γνωστή «την κατά κεφαλήν συνδρομή», όπου νέες και νέοι ήταν στην τραγική θέση να θυσιαστούν.
Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια, ώσπου ο Θησέας –γιος του Αιγέα- κατάφερε να σκοτώσει τον Μινώταυρο με τη βοήθεια της Αριάδνης που τον ερωτεύτηκε. Του έδωσε το μίτο (κουβάρι) στην είσοδο και βρήκε το δρόμο της επιστροφής μέσα στο σκοτεινό λαβύρινθο σώζοντας έτσι και τους υπόλοιπους νέους και νέες.
Έπειτα από τη νίκη του Θησέα το πλοίο του κατέφθασε στο ιερό νησί Δήλος. Εκεί ο Θησέας με όλους τους νέους και τις νέες χόρεψαν για πρώτη φορά ένα χορό με ελικοειδές σχήμα που θύμιζε το σχήμα του λαβύρινθου και την σωτήρια έξοδο απ’ αυτόν. Ο χορός αυτός ακόμα και στις μέρες μας χορεύεται στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Λακωνία και ονομάζεται Τσακώνικος ή Αγέρανος γιατί κατά μία εκδοχή οι κινήσεις θυμίζουν το πέταγμα των πουλιών που αναζητούν την ελευθερία. Άλλη μία εκδοχή αναφέρει ότι το όνομα δεν έχει σχέση με το πουλί Γερανό, αλλά ότι πηγάζει από τη ρίζα -γερ που σημαίνει στριφογυρίζω (π.χ όπως τα ποτάμια ή τα φίδια). Χορεύεται από άντρες και γυναίκες, η λαβή των χεριών είναι από τις παλάμες και κλείνει σε σχήμα αγκαζέ για να μην χάσει ο ένας τον άλλον.
Το σχήμα του χορού και το ύφος γενικότερα απαντάτε και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας. Το πιο γνωστό τραγούδι που συνοδεύει τον χορό του Θησέα είναι το «Σου είπα μάνα μ’».
ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΜΑΝΑ Μ’ (Στίχοι)
Σου είπα μάνα μ’ καλέ μάνα μ’
σου είπα μάνα πάντρεψε με,
σου είπα μάνα πάντρεψε με
σπιτονοικοκύρεψέ με.
Γέρον άντρα καλέ μάνα μ’
γέρον άντρα μη μου δώσεις,
γέρο άντρα μη μου δώσεις
γιατί θα το μετανιώσεις.
Γιατί ο γέρος καλέ μάνα μ’
γιατί ο γέρος τα λογιάζει,
γιατί ο γέρος τα λογιάζει
και τα διπλολογαριάζει.
Και στα ξένα καλέ μάνα μ’
και στα ξένα μη με δώσεις
και στα ξένα μη με δώσεις
γιατί θα το μετανοιώσεις.
‘κει στα ξένα καλέ μάνα μ’
‘κει στα ξένα αν ‘ρωστήσω
‘κει στα ξένα αν ‘ρωστήσω
ποιόν θα δω ποιόν θα μιλήσω.
Που ‘ν’ ο στούπος καλέ μάνα μ’
που ‘ν’ ο στούπος που ‘ν’ τ’ αλάτι,
που ‘ν’ ο στούπος που ‘ν’ τ’ αλάτι
που ‘ν’ η κότα η λαθουράτη.
Που ‘ν’ τ’ αυγά της καλέ μάνα μ’
που ‘ν’ τ’ αυγά της εβδομάδος,
που ‘ν’ τ’ αυγά της εβδομάδος
τ’ αποκούμουσα της τάβλας.
Ξιάρχου Σταματίνα